- αναγυρίζω
- -ισα1. μτβ., αναποδογυρίζω: Αναγύρισε το χώμα στις ρίζες των δέντρων.2. αμτβ., περιφέρομαι, περιπλανιέμαι: Αναγυρίζει σαν την άδικη κατάρα.3. επιστρέφω: Αναγύρισαν στο νησί κάμποσοι ξενιτεμένοι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.