αναγυρίζω

αναγυρίζω
-ισα
1. μτβ., αναποδογυρίζω: Αναγύρισε το χώμα στις ρίζες των δέντρων.
2. αμτβ., περιφέρομαι, περιπλανιέμαι: Αναγυρίζει σαν την άδικη κατάρα.
3. επιστρέφω: Αναγύρισαν στο νησί κάμποσοι ξενιτεμένοι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αναγυρίζω — (Μ ἀναγυρίζω) Ι. (αμτβ.) 1. περιφέρομαι εδώ κι εκεί, τριγυρίζω 2. επιστρέφω, επανέρχομαι 3. παρεκκλίνω από την πορεία μου, αλλάζω διεύθυνση, λοξοδρομώ ΙΙ. (μτβ.) 1. αναστρέφω, αντιστρέφω, γυρίζω 2. ανακατώνω, ανασκαλεύω 3. μεταστρέφω τα λεγόμενα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”